απροσχεδίαστος

απροσχεδίαστος
-η, -ο
επίρρ. απροετοίμαστος, αυθόρμητος, πρόχειρος: Ο ερχομός μας στο νησί ήταν απροσχεδίαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απροσχεδίαστος — η, ο αυτός που δεν έχει σχεδιαστεί εκ των προτέρων, απρομελέτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ακυοφόρητος — η, ο [κυοφορώ] 1. αυτός που δεν κυοφορήθηκε, δεν συνελήφθη στην κοιλιά τής μητέρας 2. (για γυναίκες) αυτή που δεν κυοφόρησε ή δεν μπορεί να κυοφορήσει, στείρα, άγονη 3. απρομελέτητος, απροσχεδίαστος …   Dictionary of Greek

  • απροβούλευτος — η, ο (Α ἀπροβούλευτος, ον) αυτός που δεν έχει προμελετηθεί, ο απροσχεδίαστος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη βουλή 2. ο χωρίς προμελέτη, απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”